- γομάρι
- τό1) осёл; 2) ноша осла; воз (ослиная повозка);
δυό γομάριαξύλα — два воза дров;
3) груз; тяжесть, ноша;4) бран. осёл, скотина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυό γομάριαξύλα — два воза дров;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γομάρι — γομάρι, το και γουμάρι, το 1. το φορτίο, το φόρτωμα, η γομαριά: Κουβάλησε πολλά γομάρια ξύλα. 2. ο γάιδαρος: Φόρτωσα τα σακιά στο γομάρι. 3. μτφ., αγενής, αδιάντροπος, αναίσθητος: Το γομάρι δεν είπε ούτε ένα «ευχαριστώ» για την εξυπηρέτηση που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γομάρι — το (AM γομάριον, Μ και γομάριν) φορτίο, φόρτωμα που σηκώνει ένα υποζύγιο μσν. νεοελλ. γάιδαρος νεοελλ. άνθρωπος χοντρός, νωθρός και ανόητος μσν. ζώο με το φορτίο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμος*] … Dictionary of Greek
Καποίου χάριζαν γομάρι καὶ τὸ τήραε’ς τὰ δόντια. — См. Даровому коню в зубы не смотрят … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γομαριάζω — [γομάρι] φορτώνω … Dictionary of Greek
αγομάριαστος — η, ο και αγομάριστος [γομάρι] 1. αυτός που δεν δέθηκε σαν φορτίο (αλλιώς γομάρι) για φόρτωμα 2. (για ζώα) αυτό που δεν φέρει φορτίο … Dictionary of Greek
даровому(дареному) коню в зубы не смотрят — Дар не купля: не хают, а хвалят. Ср. Тетенька отнеслась с критикой: зачем же это, говорит, часы серебряные, а ободок желтый? Но маменька помирили, что даровому коню в зубы не смотрят... Лесков. Грабеж. 6. Ср. Ну, паренек, ступай! промолвил… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Даровому коню в зубы не смотрят — Даровому коню въ зубы не смотрятъ. Даръ не купля: не хаятъ, а хвалятъ. Ср. Тетенька отнеслась съ критикой: зачѣмъ же это, говоритъ, часы серебряные, а ободокъ желтый? Но маменька помирили, что даровому коню въ зубы не смотрятъ... Лѣсковъ. Грабежъ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βασταγός — και βασταός και βαστάος, ο 1. ο γάιδαρος 2. τοίχος που συγκρατεί το χώμα επικλινούς αγρού 3. όριο αγρού 4. πληθ. οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασταγός < (ρ) βαστάζω (πρβλ. αρμεγός < αρμέγω, φευγός < φεύγω κ.ά.). Ο τονισμός πιθ. κατά τα… … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γομάρα — η [γομάρι] 1. η γαϊδούρα 2. γυναίκα χοντρή και άξεστη … Dictionary of Greek
γομάριον — γομάριον, το (AM) βλ. γομάρι … Dictionary of Greek